- λήκυθος
- Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται από τον 6o αι. π.Χ. και, εκτός των άλλων χρήσεων (στους λουτρώνες, στις παλαίστρες κ.ά.), συνδέθηκε με τα νεκρικά έθιμα και παρουσιάζεται συχνότατα ως ταφικό εύρημα. Οι νεκρικές λ. ή λ. λευκού βάθους πρωτοεμφανίστηκαν στο α’ μισό του 5ου αι. π.Χ. και αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για τη γνώση της αρχαίας ζωγραφικής. Η διακόσμηση δεν είναι ερυθρόμορφη, αλλά αντίθετα απαρτίζεται από πολύχρωμες μορφές σε λευκό βάθος που απεικονίζουν συνήθως σκηνές αποχαιρετισμού του νεκρού ή μεταφοράς του στον Άδη. Οι λευκές λ. αποτελούν προϊόντα των αττικών εργαστηρίων και θεωρούνται από τα ωραιότερα δείγματα της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας, με έργα σημαντικών αγγειογράφων, όπως ο συμβατικά καλούμενος ζωγράφος του Αχιλλέως.
Στο τέλος του 5ου και κατά τον 4o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν ανάγλυφες μαρμάρινες λ. ως σήματα των τάφων, προς αντικατάσταση των στηλών ή των λουτροφόρων.
Λευκή αττική λήκυθος του 5ου αι. π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Στην ελληνική αρχαιότητα μέσα στις ληκύθους έβαζαν αρώματα ή λάδι? στη φωτογραφία, μία αττική λήκυθος.
* * *η (Α λήκυθος, δωρ. τ. λάκυθος)μικρού ή μεσαίου μεγέθους αγγείο σε σχήμα φιάλης, με μία λαβή, στενό λαιμό και βαθύ στόμιο, στο οποίο, κατά την αρχαιότητα, έβαζαν αρωματικά λάδια είτε για χρήση τών ζώντων είτε για προσφορά στους νεκρούςνεοελλ.ανατ. διεύρυνση σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου, όπως είναι οι λήκυθοι τών ημικύκλιων σωλήνων τού αφτιού, η λήκυθος τού Φάτερ στο τοίχωμα τού δωδεκαδάκτυλου και η κοπροδόχος λήκυθος τού ορθού στο έντεροαρχ.1. ο χόνδρος τού λάρυγγα ο οποίος προεξέχει, το μήλο τού Αδάμ, το καρύδι2. στον πληθ. αἱ λήκυθοιστομφώδη ρητορικά σχήματα, ρητορικός στολισμός τού λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος που είναι πιθ. δάνεια λ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λεκάνη, λοξός.ΠΑΡ. αρχ. ληκύθειος, ληκυθιάδες, ληκυθίζω, ληκύθιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ληκυθοποιός, ληκυθοπώλης, ληκυθουργός, ληκυθοφόροςνεοελλ.ληκυθοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αυτολήκυθος, μονολήκυθος, ξυστρολήκυθος, στλεγγιδολήκυθος].
Dictionary of Greek. 2013.